- χαράκωμα
- -ώματος, το, ΝΑ [χαρακῶ / -ώνω]πρόχειρο οχύρωμα με πασσάλους μπηγμένους στη γη ή από ταχύσκαπτο όρυγμα στο έδαφοςνεοελλ.1. η χάραξη παράλληλων γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια, ρίγωμα2. η δημιουργία χαραγών σε ένα αντικείμενο3. στρ. α) τάφρος κατάλληλα οργανωμένη για την κάλυψη τών ανδρών και για τη βολή τών όπλων τού πεζικού («πόλεμος χαρακωμάτων»)β) συνεκδ. η πρώτη γραμμή τού πυρός («τόν έστειλαν με την πρώτη στα χαρακώματα»)4. ανατ. μικρή εξοχή τής μέσης ρινικής κόγχης5. (γεωπ.) αφαίρεση τμήματος τού φλοιού κλήματος σε σχήμα δακτυλίου6. φρ. «πυρετός χαρακωμάτων»ιατρ. σχετικώς καλοήθες λοιμώδες νόσημα που προκαλείται από είδος ρικετσίας και μεταδίδεται με τις ψείρες τής κεφαλής και τού κορμού και το οποίο εκδηλώνεται με υπόστροφο πυρετό, νευραλγίες και ρευματαλγίες, δερματικό εξάνθημα, σπληνομεγαλία και νευρολογικές διαταραχέςαρχ.1. περίφραξη με αιχμηρούς πασσάλους, περιχαράκωση, σταύρωμα («παντοδαπὰ εὑρημένα ταῖς πόλεσι πρὸς φυλακὴν καὶ σωτηρίαν, οἷον χαρακώματα, καὶ τείχη καὶ τάφροι», Δημοσθ.)2. μτφ. οι βλεφαρίδες.
Dictionary of Greek. 2013.